Search
Close this search box.
Search
Close this search box.

Η Μύκονος πριν από τις ξαπλώστρες

Όταν το 1958 κυκλοφόρησε ο εικονογραφημένος ταξιδιωτικός οδηγός «Μύκονος – Δήλος» της σειράς «Γνωρίσατε την Ελλάδα» των εκδόσεων Μ. Πεχλιβανίδη & Σία, «ο τουρισμός, ελληνικός και διεθνής, άρχιζε να ανακαλύπτει τις Κυκλάδες», όπως εύστοχα έγραφε στην ίδια σειρά ο συγγραφέας – δημοσιογράφος Βασίλης Λ. Καζαντζής. Σε εκείνη την, πλέον ιδιαίτερα δυσεύρετη, έκδοση, μέσα σε 134 σελίδες παρήλαυναν τυπωμένες με πολυτελή τρόπο στα νέα εργαστήρια βαθυτυπίας του εκδοτικού οίκου περίπου 80 φωτογραφίες από τη Μύκονο της εποχής, όλες τραβηγμένες από κορυφαίους –και κορυφαίες– φωτογράφους μας.

 

 

Βιβλίο

Η Μύκονος πριν από τις ξαπλώστρες

Κορυφαίοι Ελληνες φωτογράφοι αποτύπωσαν την καθημερινότητα και την ανέγγιχτη φύση του νησιού στα τέλη του ’50

 

5′ 30″ χρόνος ανάγνωσης

i-mykonos-prin-apo-tis-xaplostres-562565407

Πανοραμική άποψη της Χώρας της Μυκόνου, του φωτογράφου Σπύρου Μελετζή. «Από τον μύλο του Πεντάρα χαίρεται κανείς το ολόλευκο θέαμα της Μυκόνου», αναφέρει η λεζάντα που τη συνοδεύει στην έκδοση «Μύκονος – Δήλος» του 1958. []

 

Δημήτρης Καραΐσκος

14.08.2023 • 08:09

Κοινοποίηση

Οταν το 1958 κυκλοφόρησε ο εικονογραφημένος ταξιδιωτικός οδηγός «Μύκονος – Δήλος» της σειράς «Γνωρίσατε την Ελλάδα» των εκδόσεων Μ. Πεχλιβανίδη & Σία, «ο τουρισμός, ελληνικός και διεθνής, άρχιζε να ανακαλύπτει τις Κυκλάδες», όπως εύστοχα έγραφε στην ίδια σειρά ο συγγραφέας – δημοσιογράφος Βασίλης Λ. Καζαντζής. Σε εκείνη την, πλέον ιδιαίτερα δυσεύρετη, έκδοση, μέσα σε 134 σελίδες παρήλαυναν τυπωμένες με πολυτελή τρόπο στα νέα εργαστήρια βαθυτυπίας του εκδοτικού οίκου περίπου 80 φωτογραφίες από τη Μύκονο της εποχής, όλες τραβηγμένες από κορυφαίους –και κορυφαίες– φωτογράφους μας.

 

Η Μύκονος πριν από τις ξαπλώστρες-1

Το εξώφυλλο της έκδοσης με την «ασπρόμαυρη» Μύκονο της εποχής ολοζώντανα επιχρωματισμένη. Η Δήλος αναφέρεται στο οπισθόφυλλο.

Ο κολοφώνας της έκδοσης που έχουμε στα χέρια μας τις περιγράφει θριαμβευτικά ως «θαυμάσιες μεγάλες φωτογραφίες από τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες Ελληνες φωτογράφους», και αυτό δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση υπερβολή. Μέσα από τον φακό της Βούλας Παπαϊωάννου, της Μαρίας Χρουσάκη ή του Σπύρου Μελετζή, η Μύκονος εμφανίζεται σαν ένα πλάσμα που έχει πια εξαφανιστεί, ένας τόπος αθωότητας που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Δεν είναι όμως μόνο η νοσταλγία που πυροδοτείται από αυτό το εξωτικό εικαστικό ταξίδι πίσω στον χρόνο, αλλά και η σπίθα της ιστορικής εξερεύνησης. Οταν το κυκλαδίτικο φως έκαιγε τα φιλμ εκείνων των φωτογράφων-καλλιτεχνών, αποτυπωνόταν πάνω τους και ένα πολύτιμο τεκμήριο μιας προ πολλού χαμένης καθημερινότητας. Ποια είναι εκείνα τα ψηλοτάβανα καφενεία με τους εντυπωσιακούς βόλτους, τι έπαιζαν τα γραμμόφωνά τους, τι προϊόντα σέρβιραν στους πελάτες τους; Πόσοι άνδρες φορούσαν ακόμη βράκες στα τέλη του ’50, πόσοι ψαράδες άραγε φορούσαν παπούτσια και δεν ήταν πάντοτε ξυπόλυτοι και πώς ήταν να ζεις σε μια μικρή κοινωνία που το τράβηγμα της τράτας στον γιαλό αποτελούσε συλλογική διαδικασία στην οποία συμμετείχαν έως και τα μικρά παιδιά; Με τι παραστάσεις, άραγε, μεγάλωναν εκείνα τα πιτσιρίκια, δίπλα σε μια φύση και μια παράδοση ακόμη ανέγγιχτη και αμόλυντη;

Οσοι αγαπούν τα παραδοσιακά μας σκαριά και ενδιαφέρονται για την ιστορία τους, στις σελίδες της σπάνιας έκδοσης θα μπορούσαν να επιδοθούν σε συγκριτική σημειολογία: ποια σκάφη ήταν πιο διαδεδομένα, ποιους ταρσανάδες και ναυπηγούς άραγε μπορούμε να ανιχνεύσουμε στις ναυπηγικές τους γραμμές, πόσες σακολέβες, πόσα λατίνια μπορούμε να εντοπίσουμε; Το ίδιο συμβαίνει και με την αρχιτεκτονική: στις πανοραμικές λήψεις της Χώρας, όπως μας λέει και μια λεζάντα της έκδοσης, «από ψηλά η Μύκονος μοιάζει σαν ένα πάλλευκο τεράστιο παλάτι», ενώ κάπου αλλού τα Ματογιάννια, χωρίς ίχνος τουριστικού χρώματος, χαρακτηρίζονται «αρμονική συστοιχία από μπαλκόνια και σκάλες». Αυτές οι λεζάντες, που συχνά προσπαθούν να φανούν αντάξιες των εντυπωσιακών εικόνων, καταλήγουν να σχηματίζουν ένα δικό τους αφήγημα. Και είναι όλες τους γραμμένες από τον συγγραφέα της γενναιόδωρης εισαγωγής της έκδοσης, τον μεγάλο μας λογοτέχνη, κριτικό και δοκιμιογράφο Ανδρέα Καραντώνη. «Μύλος, μελτέμια, σπίτια, θάλασσα, ξερονήσια», γράφει με θεατρικό ύφος δίπλα σε κάποια από τις εικόνες ο Ανδριώτης λογοτέχνης, και τα λόγια του στο εισαγωγικό κείμενο αποκαλύπτουν ένα μικρό, άγνωστο αριστούργημα της πλούσιας γραμματείας του. Οι πρώτες φράσεις είναι ενδεικτικές του τόνου του, που προδίδει ξεκάθαρη αγάπη και γνώση για το αντικείμενό του: «Δύο νησιά κοσμοξάκουστα, άστρα του παγκόσμιου τουρισμού, η Μύκονος και η Δήλος. Δύο νησιά, δύο Ελλάδες της ιστορίας, του θρύλου και της ομορφιάς, η μια πανάρχαιη, η άλλη σύγχρονη, όμως εναρμονισμένες σ’ ένα σύνολο όπου το αρχαίο και το νέο ακτινοβολούν με διάφορους τρόπους την ίδια κλασική ομορφιά κάτω από τον αστραφτερό ήλιο και μέσα στη βαθυγάλανη και περήφανη θάλασσα του Αιγαίου».

 

 

Βιβλίο

Η Μύκονος πριν από τις ξαπλώστρες

Κορυφαίοι Ελληνες φωτογράφοι αποτύπωσαν την καθημερινότητα και την ανέγγιχτη φύση του νησιού στα τέλη του ’50